πετροχελίδονο

πετροχελίδονο
(apus apus). Πουλί της οικογένειας των αποδιδών, της τάξης των αποδόμορφων. Με το συνολικό σχήμα του και τις διάφορες συνήθειες του, το π. θυμίζει τους Χελιδονίδες, με τους οποίους συγχέεται μερικές φορές. Το π. έχει πολύ μακριά και δρεπανοειδή φτερά, πεπιεσμένο κεφάλι, στόμα αρκετά πλατύ και πάρα πολύ κοντά πόδια: σχετικά με το τελευταίο χαρακτηριστικό, έχει διαπιστωθεί ότι το πουλί αυτό, για να αναπαυθεί, γαντζώνεται σε τοίχους ή βράχους, αλλά δεν ακουμπά στο έδαφος γιατί θα του ήταν αδύνατο να πετάξει. Το π. φωλιάζει στην Ευρασία ως το πλάτος των 70° και διαχειμάζει στην Αφρική και στη νότια Ασία· η πτήση του είναι συχνά ταχύτατη και μερικές φορές ξεπερνά το ύψος των 3.000 μ. Πετροχελίδονο (apus apus). Το πουλί αυτό, που επιστημονικά λέγεται κύψελος ο άπους είναι ωφέλιμο γιατί τρώει πολλά έντομα. Στην Ελλάδα έρχεται κάθε καλοκαίρι από την Αφρική.
* * *
το, Ν [πετροχελιδών]
ζωολ. κοινή ονομασία τού χελιδονιού των βράχων Ptyonoprogne rupestris.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πετροχελίδονο — πετροχελίδονο, το και πετροχελιδόνι, το είδος χελιδονιού, αλλιώς χελιδόνι το βραχοδίαιτο: Μου παράγγειλε τ αηδόνι με το πετροχελιδόνι να του χτίσω τη φωλιά του… (λαϊκό τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπους — ουν (AM ἄπους) αυτός που δεν έχει πόδια αρχ. 1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός 2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο …   Dictionary of Greek

  • δρεπανίς — η (AM δρεπανίς) ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας τών δρεπανιδών είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών αρχ. είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του,… …   Dictionary of Greek

  • κλαδευτήρα — η 1. μεγάλο κλαδευτήρι 2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου 3. ζωολ. το πετροχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α, κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …   Dictionary of Greek

  • πετροχελιδών — ἡ, Μ το πετροχελίδονο …   Dictionary of Greek

  • αγριοχελίδονο — το το πετροχελίδονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”